τριγωνικώς

τριγωνικώς
τριγωνικῶς ΝΑ
βλ. τριγωνικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τριγωνικῶς — τριγωνικός triangular adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριγωνικός — ή, ό / τριγωνικός, ή, όν, ΝΑ [τρίγωνον] αυτός που έχει σχήμα τριγώνου νεοελλ. 1. χημ. (σχετικά με τύπο υβριδίωσης κατά την περιγραφή τών χημικών δεσμών) αυτός στον οποίο παίρνουν μέρος τρία τροχιακά ενός ατόμου, ένα τροχιακό s και τρία τροχιακά p …   Dictionary of Greek

  • ψαλιδωτός — ή, ό / ψαλιδωτός, ή, όν, ΝΑ [ψαλιδῶ / ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα ανοιγμένου ψαλιδιού (α. «ψαλιδωτές σημαίες» β. «ψαλιδωτό σήμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το ψαλιδωτό ναυτ. σημαία ή σήμα με τριγωνικώς ψαλιδισμένη την ανεμίζουσα πλευρά αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”